στροφάλιγξ

στροφάλιγξ
στροφάλιγξ, στρόφιγξ
See also: s. στρέφω.
Page in Frisk: 2,811

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στροφάλιγξ — whirl fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάλιγξ — ιγγος, η, ΝΑ νεοελλ. (λόγιος τ.) στρ. μεταλλική ή ξύλινη προεξοχή στις δύο πλευρές τού σωλήνα πυροβόλου η οποία επιτρέπει την περιστροφή τού σωλήνα, ώστε να μπορεί αυτός να πάρει συγκεκριμένη κλίση ως προς το οριζόντιο επίπεδο αρχ. 1. περιστροφή …   Dictionary of Greek

  • στροφάλιγγα — στροφάλιγξ whirl fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάλιγγας — στροφάλιγξ whirl fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάλιγγες — στροφάλιγξ whirl fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάλιγγι — στροφάλιγξ whirl fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάλιγγος — στροφάλιγξ whirl fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάλιγξι — στροφάλιγξ whirl fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάλιγξιν — στροφάλιγξ whirl fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευστροφάλιγξ — εὐστροφάλιγξ, ιγγος, ὁ, ἡ (Α) με ωραίους βοστρύχους, σγουρός («ἐδίνησεν δ εὐστροφάλιγγα κόμην»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στροφάλιγξ «καμπυλότητα»] …   Dictionary of Greek

  • πολυστροφάλιγξ — άλιγγος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που γίνεται με πολλούς ανεμοστρόβιλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στροφάλιγξ «ανεμοστρόβιλος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”